Με τα πρωτοβρόχια οργώνονταν τα χωράφια και από τον Οκτώβριο άρχιζε η σπορά του σιταριού, του κριθαριού, της βρώμης και της βρίζας (σίκαλη). Ο σπόρος προερχόταν από υγιή σιτηρά της προηγούμενης σοδειάς, καλά καθαρισμένα. Η σπορά γινόταν με το χέρι και στη συνέχεια σβάρνιζαν το χωράφι με τα ζώα. Ο Ησίοδος έλεγε ότι «για να φυτρώσει καλά ο καρπός πρέπει από τη βροχή να γεμίζει το βαθούλωμα που κάνει του βοδιού το νύχι» (ΕΗ, 489).
Ο θερισμός άρχιζε, από τα μέσα Μαΐου, με το κριθάρι που προοριζόταν για σανό (τροφή των ζώων) και ολοκληρωνόταν τον Ιούνιο (θεριστής) με την πλήρη ωρίμανση των καρπών. Με τα δρεπάνια έκοβαν τα σιτηρά και δημιουργούσαν τα χερόβολα. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, αλλά ο ίσκιος της γκοριτσιάς την μετρίαζε. Το τραγούδι που είχε διδάξει η δασκάλα Γεωργία Κυριακοπούλου, στο Δημοτικό, το εκφράζει:
“
Στα χωράφια μεσημέρι με την αντηλιά
Πάνω κάτω οι θεριστάδες ιδρώναν στη δουλειά.
Βλογημένος νάναι ο κόπος κι’ η δουλειά τιμή
κι’ όλη η χώρα περιμένει το γλυκό ψωμί.
Τώρα στρώσανε να φάνε κάτω απ’ την ελιά
πάν τα βόδια για να πιούνε πέρα μια σταλιά”.
Οι άνδρες ενώνοντας τα χερόβολα έφτιαχναν τα δεμάτια και τα έδεναν με στριμένη βρίζα, που καλλιεργούσαν στις όχθες των ποταμιών. Στη συνέχεια τα φόρτωναν στα ζώα, για να τα μεταφέρουν τα παιδιά στα αλώνια. Το δέσιμο των δεματιών και η μεταφορά τους στα αλώνια γινόταν τις πολύ πρωινές ώρες για να περιορίζεται η πτώση του καρπού (ΕΗ, 577). Τα αλώνια, από τις δυτικές παρυφές του χωριού μέχρι τη βρύση, πριν το νεκροταφείο, στα σημερινά γήπεδα ποδοσφαίρου και καλαθοσφαίρι-σης, αποτελούσαν τη μόνη κοινοτική έκταση του χωριού στην οποία όμως πάλι η κάθε οικογένεια είχε συγκεκριμένο χώρο που θα έφτιαχνε τη θημωνιά της. Τον Ιούλιο γινόταν το αλώνισμα, γι’ αυτό και τον έλεγαν «αλωνάρη». Με το αλώνισμα στο αλώνι, οι γεωργοί ξενέριζαν τους σπόρους των σιτηρών από τα στάχια. Αυτό γινόταν με ζώα και κυρίως με άλογα ή βόδια, με τον έξης τρόπο: Αλωνιστές άπλωναν στο αλώνι τα στάχυα και έδεναν από ένα πάσσαλο δύο ή τέσσερα άλογα (ανάλογα με την ποσότητα που ήθελαν να αλωνίσουν). Τα άλογα έτρεχαν κυκλικά. Καθώς έτρεχαν, έσπαζαν τα στάχυα και έβγαιναν οι σπόροι από το φλούδι. Τα άλογα, τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο από τα βόδια, γιατί δεν έσπαζαν τους σπόρους και γιατί κινούνταν γρηγορότερα. Στη συνέχεια, οι αλωνιστές έβγαζαν τα άχυρα από το αλώνι και το υπόλοιπο μείγμα το πετούσαν με φτυάρια και καρπερά προς τα πάνω. Ο αέρας έπαιρνε τα ψιλά άχυρα, που είχαν απομείνει, ενώ το σιτάρι έπεφτε κάτω. Έτσι αποχωριζόταν τελείως το άχυρο από τους σπόρους.
Μεταπολεμικά το αλώνισμα γινόταν με τις αλωνιστικές μηχανές (πατόζες). Η λειτουργία τους γινόταν από παρακείμενο τρακτέρ και η περιστροφική κίνηση μεταδίδονταν με ιμάντα. Εργάτες κουβα-λούσαν τα δεμάτια από τη θημωνιά στη μηχανή και με το αναβατόρι τα ανέβαζαν επάνω. Ειδικός εργάτης τροφοδοτούσε τη μηχανή με δεμάτια, αφού έκοβε τα δέματα. Η μηχανή έκανε το διαχωρισμό καρπού και αχύρων που έβγαιναν από εμπρός και πίσω αντίστοιχα. Το σιτάρι, σε σακιά, ζυγιζόταν και κρατούσε η μηχανή το «δικαίωμα», ενώ το άχυρο σχημάτιζε σωρό για να έλθει στη συνέχεια η πρέσα να φτιάξει τις μπάλες, που αποτελούσαν τροφή για τα ζώα. Αργότερα οι πρέσες ενσωματώθηκαν στις αλωνιστικές μηχανές και αποφευχθήκαν οι σωροί από τα άχυρα, απογοητεύοντας όμως τα παιδιά που έπαιζαν κρυβόμενα στους σωρούς.
Σήμερα, οι απλές αλωνιστικές μηχανές έχουν αντικατασταθεί από τις θεριζοαλωνιστικές, οπότε σταμάτησε και ο θερισμός με το δρεπάνι. Ήδη όμως έχουν περιορισθεί σημαντικά οι εκτάσεις που διατίθενται για την καλλιέργεια σιτηρών. Σε τούτο συνέβαλε και η αντικατάσταση των ζώων από τις μηχανές (τρακτέρ, φρέζες, φορτηγάκια).