Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την καπνοκαλλιέργεια. Τα χωράφια, κατά μήκος του Περμησσού, με τη φυσική ροή ύδατος, ήταν τα πλέον κατάλληλα. Αργότερα απαγορεύτηκε ο καπνός, αφού το χωριό χαρακτηριζόταν από τα πλέον εύφορα της περιοχής.
Από τις αρχές της Τουρκοκρατίας το βαμβάκι αποτελούσε μία από τις κύριες παραγωγές του χωριού. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τη δεκαετία του εξήντα. Τα χωράφια, γύρω από το χωριό και μέχρι το Βυρόρι, ήταν τα πλέον κατάλληλα. Η βαμβακοκαλλιέργεια πολλαπλασιάστηκε, όταν στα κτήματα του χωριού προστέθηκε η Κωπαΐδα. Η σπορά γινόταν με το χέρι, οπότε αναγκαστικά με το σκαλιστήρι γινόταν και το σκάλισμα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν σπαρτικές μηχανές, οι οποίες επέτρεπαν και τη χρησιμοποίηση ημιόνου ή ίππου με υποσκάλιστρο. Πάλι όμως ακολουθούσε και το σκάλισμα με τα σκαλιστήρια, ώστε το βαμβάκι να ήταν απόλυτα καθαρό από τα ζιζάνια που το κατέπνιγαν. Μέσα στο χωράφι με το βαμβάκι έσπερναν συνήθως και διάφορα κηπευτικά, όπως φρά-γκικες ντομάτες, μπάμιες, μαυρομάτικα φασόλια, κολοκύθια, καρπούζια, πεπόνια κ.λ.π. Τα δύο τελευ-ταία τα έτρωγαν συνήθως πριν ωριμάσουν, σαν «καρλαγκίτσια» και «ξελάγκουρα» αντίστοιχα. Το μάζεμα γινόταν με τα χέρια. Άρχιζε το Σεπτέμβριο και τελείωνε το Νοέμβριο, σε τρία και μερικές φορές τέσσερα περάσματα (χέρια). Η συλλεγμένη ποσότητα μεταφερόταν με μεγάλους σάκους, «σάκες» τους έλεγαν, στην αποθήκη, ή ακόμη και σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού, όπου παρέμεναν μέχρι την παραλαβή από τον έμπορο. Στην Κωπαΐδα, μετά το τελευταίο «χέρι», μάζευαν με το κέλυφος την πο-σότητα που είχε απομείνει και δεν είχε ωριμάσει ακόμη και τη μετέφεραν στο σπίτι. Το καθάρισμα στις «καντήλες» γινόταν τα βράδια και τις βροχερές ημέρες.
Πέρα από τα ελαιόδεντρα, καλλιεργούνταν και πολλά είδη δένδρων. Έτσι είχαμε τις αμυγδαλιές, αχλαδιές, κορομηλιές δαμασκηνιές, βυσσινιές, βερικοκιές, συκιές, κυδωνιές, τζιτζιφιές κ.α. Από αυτά μόνο τα αμύγδαλα υπήρχαν σε μεγάλες ποσότητες και μπορούσαν κάποιοι να τα εμπορευτούν. Όλα τα άλλα προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας, αν και ποτέ δεν προλάβαιναν να ωριμάσουν. Στα καλλωπιστικά δένδρα του χωριού ανήκει η μουριά και η ακακία. Οι μουριές αρχικά ήταν καρποφόρες με άσπρα, κόκκινα και μαύρα μούρα. Οι κοπέλες κρατούσαν ένα απλωμένο σεντόνι και τίναζαν τα κλαδιά για να πέσουν τα μούρα. Αποτελούσαν και αυτά φρούτο πολυτελείας.
Στις όχθες των ποταμιών και στα ρυάκια των πηγών υπήρχαν κορομηλιές, βυσσινιές, δαμασκηνιές και κάποιες συκιές. Σε αρκετά αμπέλια, αλλά και σε κάποια χωράφια υπήρχαν αχλαδιές, μπολιασμένες γκοριτσιές. Τα προϊόντα τους ήταν όλα για αυτοκατανάλωση. Από αυτά έτρωγαν οι ιδιοκτήτες τους, άρπαζαν οι περαστικοί και τα υπόλοιπα σάπιζαν. Στην ποταμιά εκτός από τα οπωροφόρα δένδρα, υ-πήρχαν πλατάνια και ιτιές. Οι ιτιές αποτελούσαν δυναμωτική τροφή για τις κατσίκες, αφού από το φλοιό της βγαίνει και η ασπιρίνη, και πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν για κλάρες. Με αυτό τον τρόπο οι ιτιές ανανεώνονταν και το ποτάμι ήταν καταπράσινο. Υπήρχαν κάποια μεμονωμένα κυπαρίσσια και λεύκες. Χαρακτηριστικές ήταν οι λεύκες στον Κοκαλά και τον Άγιο Λουκά. Αργότερα προστέθηκαν και άλλες λεύκες, αλλά από φυτώριο.
Όλα τα σπίτια διέθεταν μικρούς ή μεγάλους κήπους στους οποίους έσπερναν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, ντομάτες, σπανάκι κ.λ.π. Στη σπάνια περίπτωση που χρειαζόταν πότισμα, έβγαζαν νερό από τα πηγάδια. Αρκετά κηπευτικά καλλιεργούνταν στα περιβόλια που έφτιαχναν κατά μήκος των οχθών του Περμησσού. Ειδικά η περιοχή από την Επισκοπή μέχρι τα Δύο Ποτάμια και από τη Μεσιανή Βρύση μέχρι το Νεοχώρι ήταν γεμάτη μικρά ή μεγάλα περιβόλια. Σε αυτά καλλιεργούσαν πλέον των άλλων και φασολάκια, πατάτες, καλαμπόκια κ.λ.π. Με μικρά φράγματα συγκέντρωναν το απαιτούμενο νερό, έφτιαχναν το αυλάκι και πότιζαν το περιβολάκι με φυσική ροή. Ανάλογα ενεργούσαν για το νερό των πηγών το οποίο συγκέντρωναν σε μικρές στέρνες και το οδηγούσαν στα περιβόλια. Για τα μεγάλα πε-ριβόλια έκαναν μεγαλύτερα φράγματα και συνήθως έφερναν το νερό από μακριά. Για ορισμένα περι-βόλια που διέθεταν πηγάδια, γινόταν μηχανική άντληση του νερού με περιστρεφόμενο σύστημα δο-χείων, που έπαιρνε κίνηση από την κυκλική κίνηση ημιόνου, ίππου ή και όνου (μαγκανοπήγαδο). Αρ-γότερα, μετά το '60, τα μαγγάνια αντικαταστάθηκαν με μικρές βενζινοκίνητες αντλίες.