Ο Ησίοδος γεννήθηκε και πέθανε στην Άσκρη της Βοιωτίας, όπου ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί ως γεωργός. Εκεί έμεινε και ο ίδιος και ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του. Μαζί με τον αδελφό του Πέρση, βρέθηκαν κάποτε μπροστά στους «επτά άρχοντες», που καταδυνάστευαν το λαό και δίκαζαν σύμφωνα με το άγραφο δίκαιο, για να λύσουν τις διαφορές τους σχετικά με την πατρική κληρονομιά. Εκεί κέρδισε ο Πέρσης αφού δωροδόκησε τους δικαστές. Τότε ο Ησίοδος απευθύνει στον αδελφό του το «Έργα και Ημέραι», για να τον προτρέψει στην αγάπη της εργασίας και της δικαιοσύνης. Στο ποίημα καθρεφτίζονται τα ήθη και έθιμα της Άσκρης της εποχής του Ησιόδου.
Ο Ησίοδος είναι ο δεύτερος μετά τον Όμηρο αρχαιότερος Έλληνας ποιητής. Οι χρονολογίες όμως γεννήσεως και θανάτου αυτού δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν επακριβώς. Η επικρατέστερη από τις πολλές απόψεις που διατυπώθηκαν, με βάση το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και τις αναφορές του σε γνώσεις της εποχής του, ιδίως αστρονομικές, είναι εκείνη που ανάγει την ακμή του γύρω στα 850 π.Χ. Στη χρονολογία αυτή μας παραπέμπει και ο Ηρόδοτος, όταν λέει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήταν σύγχρονοι και ότι ήταν παλαιότεροι από αυτόν κατά 400 έτη. Για το ποιητικό του χάρισμα ο Ησίοδος κάνει λόγο στην «Θεογονία» 22-35). Οι Μούσες, λέει, του χάρισαν κάποτε την ικανότητα να συνθέτει ωραία άσματα, όταν έβοσκε πρόβατα στους πρόποδες του Ελικώνος.
Ο βιογράφος του Ησιόδου, Πρόκλος, στηριζόμενος σε σχετική μαρτυρία του Αριστοτέλους, γράφει ότι στην αγορά του αρχαίου Ορχομενού είχαν μετοικήσει παλαιότερα και οι συμπατριώτες του Ησιόδου, οι κάτοικοι της Άσκρης. Η μετοίκηση όμως των Ασκραίων είχε γίνει αναγκαστικά, επειδή η κώμη τους είχε καταστραφεί από τους γείτονές τους, τους Θεσπιείς. Για τον τρόπο που βρήκαν τα οστά, ή τα υποτιθέμενα οστά, του Ησιόδου και για την κύρια αιτία της μεταφοράς τους ειδικά στον βοιωτικό Ορχομενό, ο Παυσανίας (IX,38,3) αναφέρει την ακόλουθη βοιωτική παράδοση: «Όταν μία επιδημική λοιμώδης αρρώστια είχε πέσει στον Ορχομενό σε ανθρώπους και ζώα, έστειλαν αντιπροσώπους στον θεό Απόλλωνα και η Πυθία έδωσε την α¬πάντηση ότι πρέπει να μεταφέρουν τα οστά του Ησιόδου στον Ορχομενό, και ότι άλλος τρόπος θεραπείας δεν υπάρχει γι' αυτούς. Αφού τα βρήκαν, τα πήγαν με ευλάβεια. Και ο λαός του αρχαίου Ορχομενού πήρε θάρρος και άρχισε να πιστεύει ότι η μεγάλη συμφορά θα περάσει πολύ γρήγορα». Σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες, στον, επί του Ορχομενού, τάφο ανεγράφη το γνωστό εκείνο ως «επιτάφιο εις Ησίοδο», επίγραμμα:
Άσκρη μεν πατρίς πολυλήιος, αλλά θανόντος
Οστέα πληξίππων γή Μινυών κατέχει
Ησιόδου, του πλείστον εν ανθρώποις κλέος εστίν
Ανδρών κρινομένων εν βασάνω σοφίης.
(πατρίδα του ήταν η Άσκρη με τον πολύ ήλιο, όταν όμως πέθανε η γη των εξαίρετων καβαλάρηδων Μινυών δέχτηκε τα κόκαλά του, του Ησιόδου, που μεγάλη θα είναι η δόξα του, όταν για τους ανθρώπους κριτήριο γίνει ή σοφία).
Κατά τον Αριστοτέλη όμως, υπήρχε το εξής παράδοξο επίγραμμα, το οποίο είχε συντεθεί από τον Πίνδαρο.
Χαίρε δις ηβήσας και δις τάφου αντιβολήσας,
Ησιόδ’, ανθρώποις μέτρον έχων σοφίης
Από όπου διαφαίνεται και παράδοση για διπλή ήβη (ζωή) και διπλού θανάτου του Ησιόδου, παράδοση η οποία όμως αντιτίθεται προς μιαν άλλη περιλάλητη παροιμία που λέγεται για τους μακρόβιους: «Ησιόδειο γήρας», ότι δήθεν ο Ησίοδος γνώρισε μακρότατο γήρας. Αλλά όλα αυτά εξηγούνται από την υπόθεση για ταύτιση των δύο ποιητών τόσο των «Έργων» όσο και της «Θεογονίας».