Κάτοικοι
Η Βοιωτία κατοικείται τουλάχιστον από την 7η χιλιετηρίδα π.Χ. με την άφιξη των πιο αρχαίων εποίκων από την Εγγύς Ανατολή. Οι πρώτοι κάτοικοί της, όπως και όλης της Ελλάδος, ήταν οι Πελασγοί. Μαζί με τους Πελασγούς υπήρχαν και άλλες φυλές όπως Έκτηνες, Άονες, Τέμμικες, Ύαντες, Λέλεγες και Κάρες. Για τη σχέση των φυλών αυτών με τους Πελασγούς δεν υπάρχουν στοιχεία. Εκτός από τις φυλές που αναφέρθηκαν, την εποχή εκείνη ήλθαν στην Βοιωτία και Θράκες ορμώμενοι από την παρά τον Όλυμπο Πιερία οι οποίοι σύμφωνα με τον Στράβωνα, «βιασάμενοι τους Βοιωτούς επώκησαν την περιοχή». Αυτοί όπως και οι Πελασγοί ήσαν έθνος συγγενές προς τους Έλληνες με τους οποίους αργότερα συγχωνεύθηκαν και έτσι εξηγείται γιατί παρουσιάζονται μόνο κατά τους μυθικούς χρόνους. Και οι μεν Πελασγοί ήσαν οι εισηγητές και δάσκαλοι της καλλιέργειας της γης, της κτηνοτροφίας και των λοιπών βιοποριστικών έργων, οι δε Θράκες ή Πιέριοι εισήγαγαν τη λατρεία των μουσών και εγκαταστάθηκαν στον Ελικώνα από όπου και μετέδωσαν τη λατρεία αυτή σε ολόκληρη την Ελλάδα. Διακεκριμένη θέση μεταξύ των Θρακών μουσικών και αοιδών κατέχουν οι Ορφεύς, Λίνος, Μουσαίος, Θάμυρις και Εύμολπος. Ως πανάρχαιες πόλεις των Θρακών αυτών αναφέρονται η Άσκρη, η Δαύλεια και η Νύσα στις ανατολικές πλαγιές του Ελικώνα. Πιθανόν οι Θράκες αυτοί να ακολούθησαν τους απογόνους του Έλληνα, Ώτου και Εφιάλτη στον εποικισμό της Άσκρης.
Τα διάφορα φύλα και κυρίως οι Πελασγοί, έδιναν το όνομά τους στα μέρη που κατοικούσαν. Ο Έλληνας όμως και οι γιοι του επικράτησαν στην Φθιώτιδα και οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια και, σιγά σιγά, να χρησιμοποιούν η καθεμιά τον όρο Έλληνες, αλλά πέρασε πολύς καιρός προτού το όνομα αυτό επικρατήσει γενικά. (Θουκυδίδη, Ιστορία, Α’, 3). Πρώτος ο Ησίοδος χρησιμοποίησε τον όνομα Έλληνες με τη γενική έννοια του όρου. (Ησιόδου, Έργα και Ημέραι, στίχοι 528 και 653). Ο γενάρχης των Βοιωτών, Βοιωτός, ο οποίος καταγόταν από τον Δευκαλίωνα και ανήκε στην 7η γενιά, γεννήθηκε μετά το 1586 π.Χ. Στα επόμενα και μέχρι τον Τρωικό πόλεμο χρόνια, οι Βοιωτοί οργάνωσαν το κράτος τους στη Θεσσαλία, γύρω από την πόλη Άρνη (Βως Σοφάδων Καρδίτσας). Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας (μεταξύ 1193 και 1184 π.Χ.), οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, που ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή η οποία λέγεται σήμερα Βοιωτία και τότε ονομαζόταν «Γη του Κάδμου». Σύμφωνα με τον Στράβωνα (9,ΙΙ, 3-5), οι Βοιωτοί αφού πρόσθεσαν στη Βοιωτία και τη χώρα του Ορχομενού (δεν ήταν μαζί από παλιά, ούτε ο Όμηρος τους περιέλαβε με τους Βοιωτούς, αλλά ξεχωριστά, αποκαλώντας τους «Μινύες»), έδιωξαν τους Πελασγούς στην Αθήνα, από όπου και ονομάστηκε Πελασγικό ένα μέρος της πόλης (και αυτοί κατοίκησαν κάτω από τον Υμηττό), ενώ τους Θράκες τους έδιωξαν προς τον Παρνασσό. Όσο για τους Ύαντες, αυτοί κατοίκησαν την πόλη Ύα της Φωκίδας.
Μερικοί Βοιωτοί ήταν κιόλας εγκαταστημένοι εκεί και μερικοί από αυτούς πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. (Θουκυδίδη, Ιστορία, Α’, 12). Ανάμεσα σε αυτούς ήταν προφανώς και οι απόγονοι αυτών που ακολούθησαν τους Αλωάδες, τρισέγγονους του Έλληνα, στον εποικισμό της Άσκρης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Άσκρη κατοικούνταν από Έλληνες, 500 τουλάχιστον χρόνια πριν από πολλές πόλεις και χωριά της Βοιωτίας. Αυτοί οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι της Άσκρης ήταν Αιολείς και όχι Βοιωτοί. Μετά την εκδίωξη όμως των Θρακών και την ανάμιξη με τους επιτεθέντας, θεωρούνται Βοιωτοί και οι κάτοικοι της Άσκρης.
Κατά τη διάρκεια των αρχαϊκών χρόνων και βεβαίως μέχρι τους πρώτους κλασικούς χρόνους η Άσκρη είχε επεκταθεί στο μέγιστο μέγεθός της φθάνοντας σε ένα πληθυσμό περίπου 1300 ανθρώπων.
Μνημεία
Για το βαθμό ανάπτυξης και πολιτισμού των πρώτων κατοίκων της Άσκρης δεν έχουμε κανένα στοιχείο, γι’ αυτό και σαν μέτρο εκτίμησης λαμβάνουμε τα σωζόμενα μνημεία της εποχής εκείνης. Τα λείψανα αυτών, εντός και εκτός κοιλάδας των μουσών, αποτελούμενα από ογκώδεις πολυγωνικούς λίθους, σχεδόν βράχους, τεχνικότητα συναρμοσμένους χωρίς αμμοκονιάματα, δείχνουν ότι αυτοί που τα κατασκεύασαν είχαν όχι μόνο σωματική και πνευματική δύναμη αλλά κυρίως την αποφασιστικότητα για μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν την ύπαρξη ακμαίας πόλεως κατά την εποχή εκείνη. Συγκεκριμένα:
- Η Ιπποκρήνη και ο βωμός του Δία (ή παρατηρητήριο) τα οποία βρίσκονται στην κορυφή του Ελικώνα. Εκεί γύρω χόρευαν οι μούσες σύμφωνα με την Θεογονία του Ησιόδου. Οι Πλούταρχος, Απολλώνιος και τα Τραγικά Αδέσποτα αναφέρουν θυσίες «τω Ασκραίω Διί».
- Ο ναός της Ήρας, ο οποίος πρέπει να ήταν εκεί όπου τώρα βρίσκεται το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Στη συλλογή παροιμιών του Αποστόλου γίνεται αναφορά στην Ασκραία Ήρα.
- Ο ναός του Απόλλωνα, στην περιοχή του μουσείου που αναφέρεται από τον Μένανδρο στο έργο του «Περί Επιδεικτικών», είναι έργο νεότερης εποχής, αλλά σίγουρα προϋπήρχε και πρέπει να ανακαινίσθηκε αργότερα.
- Ο οχυρωματικός περίβολος του Κερησσού (Πυργάκι), όπου και οι νεότεροι μελετητές τοποθετούν την ακρόπολη της Άσκρης.
Στα μνημεία αυτά πρέπει να προστεθεί και κάποιος ναός ή έστω βωμός αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, ο οποίος, κατά τον Ηγησίνο, απέκτησε γιό τον Οίοκλο με τη νύφη του Ελικώνα Άσκρη, κατά τον Απολλόδωρο ήταν και πατέρας των Αλωάδων. Τέλος οι πολλές πηγές της περιοχής σχετίζονται με τον Ποσειδώνα. Εξάλλου, ο Απολλώνιος ο Σοφιστής στο «Λεξικόν κατά στοιχείον της τε Ιλιάδος και της Οδύσσειας» αναφέρει : “Ελικώνιον τον Ποσειδώνα, από Ελικώνος του εν Βοιωτία ιερόν του θεού.”