Η θέση της Άσκρης την περίοδο αυτή δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται όμως ότι πρέπει να ήταν στην ασφαλή περιοχή, κοντά στην ακρόπολη, τον Κερησσό, σε κεντρική θέση των ναών του Απόλλωνα και της Ήρας, και να περιβαλλόταν από πολλές πηγές, αφού η ύπαρξη νερού ήταν βασική προϋπόθεση για την εγκατάσταση και τη δημιουργία πόλεων. Μια τέτοια περιοχή είναι η νότια πλευρά του Κερησσού, δυτικά από το εικονοστάσιο του Αγίου Λουκά. Εκεί την τοποθετούν και οι σύγχρονοι στρατιωτικοί χάρτες και εκεί την τοποθετεί η ανάλυση των κεραμικών που βρέθηκαν. Ειδικότερα, ο όγκος αυτών των κεραμικών εστιάζεται στις δύο περιοχές πύργων (Πυργάκι και Πύργος) με τον ενδιάμεσο χώρο και την περιοχή της Άσκρης. Όλες είναι σημαντικές εστιάσεις της εποχής του χαλκού. Αυτή τη στιγμή η Άσκρη εμφανίζεται να είναι ένας πολύ εκτενής πρόωρος οικισμός της εποχής του χαλκού και η περιοχή Πύργου - Επισκοπής συμπληρωματική από το μέσο προς το τέλος της εποχής αυτής. Ο λόφος Πυργάκι έχει Μυκηναϊκά ευρήματα, αλλά πιθανώς και παλαιότερα και νεότερα. Στην έξοδο από την κοιλάδα, μπορούμε επίσης να σημειώσουμε ότι η Δισκέπαση είναι μια πλούσια περιοχή σε ευρήματα, για τις περισσότερες περιόδους. Τούτο πιθανόν να οφείλεται στη μεγάλη ανθρώπινη δραστηριότητα της κοιλάδας των μουσών.
Με βάση πάντα τα κεραμικά ευρήματα, η Άσκρη στις αρχές της αρχαϊκής περιόδου, ήταν ένα μικρό χωριό, αλλά η κοιλάδα των μουσών ήταν γεμάτη από αγροκτήματα – κατοικίες, τα οποία όμως ανήκαν στον πληθυσμό του χωριού.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή μιας θέσεως είναι και η ασφάλεια, αφού με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας εμφανίσθηκαν και οι πρώτοι πειρατές, οι οποίοι και βρήκαν μιμητές στο εσωτερικό, τους ληστές. Η ληστεία τότε δεν ήταν ακόμη ντροπή αλλά αντίθετα έδινε κάποια δόξα σε όσους την έκαναν. Όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε γιατί οι μικροί οικισμοί ήταν ατείχιστοι και οι μεταξύ τους συγκοινωνίες δεν είχαν ασφάλεια. Πολύ μεγάλη φυσική ασφάλεια παρέχει η άνω κοιλάδα του Περμησσού, η οποία έχει επικρατήσει ως κοιλάδα των μουσών. Η κοιλάδα βρίσκεται σε «φύσει και θέσει» ισχυρή τοποθεσία, ως περιβαλλόμενη πανταχόθεν από υψηλά και δύσβατα ορεινά συγκροτήματα, με συγκεκριμένες και απόλυτα ελεγχόμενες προσβάσεις. Η παρατήρηση προς την κοιλάδα είναι αδύνατη, εκτός από τα ελεγχόμενα ορεινά συγκροτήματα που την περιβάλλουν. Με την απογοητευτική φράση του Ησιόδου, ότι το χειμώνα είναι κρύα το καλοκαίρι ζεστή και ποτέ ευχάριστη, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο η ασφάλειά της, αφού προστέθηκε και το στοιχείο της παραπλάνησης.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με το μεγάλο πληθυσμό της Άσκρης, οδηγούν σε ισχυρισμούς ότι μπορεί να ευρεθούν ίχνη ενός πέτρινου αμυντικού τείχους, αρχαϊκού - πρόωρου κλασικού ύφους, και εάν σωστοί αυτοί οι ισχυρισμοί τότε θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε κάποιο συσχετισμό, είτε με την αρχαία παράδοση σύγκρουσης μεταξύ Άσκρης και Θεσπιών, είτε με τις απειλές των Θηβών προς τις Θεσπιές. Μια θέση τέτοιου τείχους θα μπορούσε να ήταν από την Βατερή, όπου υπάρχουν σχετικοί βράχοι, προς την Δισκέπαση ή τον Προφήτη Ηλία. Από την κατάρρευση του τείχους δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν λίθοι για βελτίωση του τείχους των Θεσπιών κατά τους ιστορικούς χρόνους και για την οικοδόμηση της Άσκρης στη σημερινή της θέση.
Η παρατήρηση από την κορυφή του Ελικώνα με υψοδείκτη 1401, όπου υπάρχουν και τα λείψανα του αρχαίου κτίσματος Μυκηναϊκής εποχής, είναι συμπληρωματική αυτής από τα άλλα υψώματα, αλλά δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει. Προς τον Κορινθιακό Κόλπο όμως είναι θαυμάσια και μοναδική. Προφανώς η χρησιμοποίησή του ως στρατιωτικού παρατηρητηρίου θα αποσκοπούσε στον εντοπισμό εχθρικών πλοίων και στην έγκαιρη προειδοποίηση. Η παρατήρηση όμως σε τέτοιο βάθος είναι στρατηγικού επιπέδου και προϋποθέτει δύναμη που ενεργεί επ’ ωφελεία της ευρύτερης περιοχής, αν όχι του συνόλου των Βοιωτών. Εδώ διαγράφονται δύο εκδοχές: ή ότι η Άσκρη ήταν σημαντική βοιωτική δύναμη, ή ότι το κτίσμα δεν ήταν παρατηρητήριο, αλλά βωμός. Ως προς την πρώτη εκδοχή το θέμα είναι προς σπουδή.
Άσκρη και Άρνη
Την εποχή του τρωικού πολέμου αναπτύσσεται η Βοιωτία με πολλές ανεξάρτητες πόλεις – κράτη, τις οποίες περιγράφει ο Όμηρος στον κατάλογο των νεών, (πολεμικών πλοίων) της Ιλιάδος, καθώς επίσης και κάποια “Άρνη πολυστάφυλο”, ενώ πουθενά δεν αναφέρει τη συμμετοχή της Άσκρης στην Τρωική εκστρατεία. Είναι όμως έτσι;
Η πόλη Άρνη οφείλει το όνομά της στην Άρνη, μητέρα του Βοιωτού, γενάρχη των Βοιωτών. Από τους αρχαίους συγγραφείς ο Ησίοδος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν την Άρνη ως πόλη της Θεσσαλίας, πολλοί ως πόλη της Βοιωτίας και αρκετοί σαν δύο πόλεις, μία της Βοιωτίας και μία της Θεσσαλίας. Ο Στέφανος και ο Ευστάθιος αναφέρουν τη θεσσαλική Άρνη ως αποικία της βοιωτικής. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο γενάρχης των Βοιωτών, Βοιωτός, ο οποίος καταγόταν από τον Δευκαλίωνα και ανήκε στην 7η γενιά (Έλλην, Αίολος, Μίμας, Ιππότης, Αίολος, Άρνη, Βοιωτός), γύρισε από το Μεταπόντιον στην Αιολίδα (Θεσσαλία), όπου ο παππούς του Αίολος τον αναγνώρισε και του παρέδωσε τη βασιλεία. Εκεί τη χώρα ονόμασε Άρνη, ενώ το λαό «Βοιωτούς». Στα επόμενα και μέχρι τον Τρωικό πόλεμο χρόνια, οι Βοιωτοί οργάνωσαν το κράτος τους στη Θεσσαλία, γύρω από την πόλη Άρνη (Βως Σοφάδων Καρδίτσας).
Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, που έγινε μεταξύ 1193 και 1184 π.Χ., οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, που ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή η οποία λέγεται σήμερα Βοιωτία και τότε ονομαζόταν «Γη του Κάδμου». Μερικοί Βοιωτοί ήταν κιόλας εγκαταστημένοι εκεί ενώ κάποιοι από αυτούς πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. (Θουκυδίδη, Ιστορία, Α’, 12). Με βάση αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί η θεσσαλική Άρνη ως αποικία της βοιωτικής. Το αντίθετο θα ήταν πιο πιθανό. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ιδρύθηκε με την άφιξη των πρώτων Βοιωτών και να καταποντίσθηκε από την Κωπαΐδα όταν ο Ηρακλής έφραξε τις καταβόθρες, πριν τον Τρωικό πόλεμο, οπότε δεν ήταν δυνατόν να συμμετείχε σε αυτόν. Αλλά και πάλι πώς θα την κατάστρεφε ο Ηρακλής, όταν ανήκε στους Βοιωτούς και όχι τους Μινύες, που ήταν εχθροί των Θηβών;
Κάποια άλλη μεγάλη πλημμύρα της Κωπαΐδας δεν είναι γνωστή, αλλά δεν μπορεί και να αποκλεισθεί. Είναι όμως δυνατό σε μία πόλη που πλημμυρίζει και χάνεται από το χάρτη να υπάρχουν αμπέλια; Οι παρουσιαζόμενες ασθένειες και κυρίως ο περονόσπορος θα τα αποδεκάτιζαν κάθε χρόνο. Πρόσφατα, ορισμένοι σύγχρονοι ειδικοί τοποθέτησαν την Άρνη στο Μυκηναϊκό κάστρο του Γλα, το οποίο είναι ένα νησί στην Κωπαΐδα. Σε ένα τέτοιο χώρο όμως είναι αδύνατο να υπάρχουν αμπέλια, οπότε δεν μπορεί να ήταν πολυστάφυλος. Αλλά και το ότι “δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το παλάτι της λίμνης ανήκε στον Ορχομενό”, σημαίνει ότι και η πόλις θα υπαγόταν στον Ορχομενό, οπότε ο Όμηρος έπρεπε να την περιλάβει στον υποκατάλογο των Ορχομενίων και όχι των Βοιωτών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μύθοι γύρω από την Άρνη, όπως αυτή είναι βοιωτική και μητρόπολη της θεσσαλικής, καθώς και η εξαφάνισή της από πλημμύρα, φαίνονται ως δημιουργήματα των σοφών της εποχής προκειμένου να στηρίξουν την άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η Άσκρη πολυστάφυλος, αφού ο Ησίοδος την περιγράφει ως κρύα το χειμώνα, ζεστή το καλοκαίρι και ποτέ ευχάριστη. Πάνω στη ρήση αυτή του Ησίοδου στηρίχθηκαν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς στις αναφορές τους για την Άσκρη. Εξαίρεση αποτελούν ο ποιητής Χερσίας που έγραψε για την Άσκρη και την ανέφερε ως πόλη «πολύκαρπο» και ο Ζηνόδοτος ο οποίος σχολιάζοντας την Ιλιάδα χρησιμοποιεί το «Άσκρη πολυστάφυλος» αντί του «Άρνη πολυστάφυλος».
Η Άσκρη, ακόμη και σήμερα, είναι η πλέον πολυστάφυλος από όλα τα χωριά της Βοιωτίας. Οι πολλές πηγές της κοιλάδας των Μουσών σε συνδυασμό με το ευλογημένο βουνό του Ελικώνα δικαιολογεί τα παραπάνω. Εξάλλου ο πατέρας του Ησιόδου δεν θα άφηνε την Κύμη της Αιολίας (Μικράς Ασίας) για να πάει να εγκατασταθεί σε κάποιο άγονο μέρος. Συγκρίνοντας το σημερινό κλίμα του χωριού με αυτό των άλλων γύρω χωριών, διαπιστώνουμε ότι και περισσότερο υπήνεμο είναι κατά τον χειμώνα και περισσότερο δροσερό κατά το καλοκαίρι. Το γιατί ο Ησίοδος περιέγραψε με τόσο μελανά χρώματα την πατρίδα του, ίσως να σχετίζεται με την ασφάλεια, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Πρέπει επομένως να είχε δίκιο ο Ζηνόδοτος τον οποίο οι αρχαίοι συγγραφείς επικαλούνται 1492 φορές στα κείμενά τους. Έλαβε λοιπόν μέρος και η Άσκρη στον Τρωικό πόλεμο, ως ανεξάρτητη δύναμη αλλά υπό το κοινό των Βοιωτών.